- θεαταῖς
- θεᾱταῖς , θεατήςone who seesmasc dat pl (ionic)θεᾱταῖς , θεατόςto be seenfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
позоровати — ПОЗОР|ОВАТИ (22), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Смотреть: ни позорѹють позорищь. (ϑεωρεῖν) КЕ XII, 117а; Пьрвии бо въскочьше въ врѣмѧ гонѥни˫а сто˫аще на сѹдищи. и позорѹюще ст҃ыихъ мч҃нкъ тъщащиихсѧ къ вѣньцю вышьн˫ааго зъвани˫а. и доброю рьвьностию.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καταγορεύω — καταγορεύω, αόρ. β κατεῑπον (Α) 1. ανακοινώνω, αναγγέλλω 2. παίρνω καταδικαστική απόφαση για κάποιον («κατηγορεύει τις πρὸς τοὺς ἐφόρους ἐπιβουλήν», Ξεν.) 3. κατηγορώ, καταγγέλλω («μὴ καταγορεύειν μήτε ἑαυτῶν μήτε τῶν ἄλλων», Αριστοτ.) 4. μιλώ με … Dictionary of Greek